σάχλας
Смотреть что такое "σάχλας" в других словарях:
σάχλας — σάχλας, ο και σαχλαμάρας, ο αυτός που κάνει ή λέει σαχλαμάρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάχλας — ο, Ν [σάχλα] σαχλαμάρας … Dictionary of Greek
σαχλός — ή, ό 1. σάχλας. 2. πλαδαρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)